Περί ἀγάπης.

 


Δοκίμιον το Δρ. Κωνσταντνου Καραγιάννη*.

Θά ἤθελα νά ἐξυμνήσω τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης, ἀλλά τό μεγαλεῖο της δέν μπορεῖ μέ κείμενα νά περιγραφεῖ. Γιατί αὐτή, ἡ πιό σπουδαία ἀνάμεσα σ’ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ὡς κεφαλή τῶν καλῶν, μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μόνον ἐμπειρικά, ὅταν, δηλαδή, τήν λειτουργεῖ κανείς καί τή βιώνει ὡς κτῆμα του. Γι’ αὐτό καί τή θαυμάσια αὐτή ἀρετή τῆς ἀγάπης, τήν γνωρίζουν μόνο ὅσοι ἀξιώθηκαν νά βαδίσουν τόν δρόμο της. Τήν ἀγάπη πολλοί τήν περιγράφουν μέ λόγια, ἀλλά μόνο ἐκεῖνοι πού τήν ἔχουν κάνει κτῆμα τῆς καρδιᾶς τους, τήν ἐμφανίζουν μέ τά θεάρεστα ἔργα τους. Αὐτοί εἶναι ἄξιοι θαυμασμοῦ.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ἔργο πού συντελεῖται στήν ψυχή, θερμαίνει τήν καρδιά, φωτίζει τόν νοῦ, ἐνεργοποιεῖ τή διάνοια πρός μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί διεγείρει ὅλες τίς ψυχοσωματικές δυνάμεις πρός ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Τό δῶρο τῆς ἀγάπης τό ἔχει χαρίσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο ἀπό τή στιγμή τῆς δημιουργίας του. Αὐτήν ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καί τή φόρεσε ὡς στολή πανέμορφη καί εὐπρεπέστατη, ἀλλά ὁ ληστής τῶν ψυχῶν μας, ὁ διάβολος, τήν ξέσχισε καί ἄφησε τόν ἄνθρωπο γυμνό καί καταντροπιασμένο.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μέ ὅλη τήν καρδιά του τόν Θεό καί κάνει τό θέλημά Του, τότε ὅλη ἡ ἀγάπη τῆς ψυχῆς παραμένει ἀδιαλώβητη. Τότε ἡ ψυχή εἶναι λαμπροφορεμένη μέ τήν ὀμορφιά τῆς ἀγάπης, σάν μέ πορφύρα ντυμένη, καί ἡ θέα της μοιάζει μέ αὐτήν τῆς χρυσόφτερης περιστερᾶς. 

Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἀγαπᾶ τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι, τούς πολύτιμους λίθους καί κάθε ἄλλον ἐπίγειο θησαυρό ἤ ἀκόμα καί τήν ποικιλία τῶν ἀπολαυστικῶν τροφῶν, τή ζωή στήν ὑπηρεσία τῆς θνητῆς σάρκας καί τήν ἐφήμερη ἀνθρώπινη δόξα, καί ἔτσι παραδώσει σέ ὅλα αὐτά τήν ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς του, τότε ὁ χιτώνας τῆς ἀγάπης ξεσχίζεται καί γίνεται χίλια κομμάτια.

Ὅταν ἡ ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς κατατεμαχιστεῖ καί παραδοθεῖ στίς ἀγάπες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τότε ὁ ἄνθρωπος γυμνώνεται καί γίνεται ἐλεεινό θέαμα. Ὅπως, ὅταν κανείς ξεσχίσει τό ἔνδυμα κάποιου, τόν ἀφήνει ἀκάλυπτο καί ἔκθετο, ὥστε νά γίνει πασιφανής ἡ σωματική ἀσχήμια του, ἔτσι ἀκριβῶς κάνει καί ὁ διάβολος. Ἁρπάζει τήν καλή ἐπιθυμία πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο κατά τή δημιουργία του, τήν κατακερματίζει καί τή διασκορπίζει στή μέριμνα τῶν πραγμάτων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπογυμνώνει τήν ψυχή ἀπό τή δύναμη τῆς θεάρεστης ἀγάπης καί τήν ἀφήνει ἀκάλυπτη ἀπό τή σκέπη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Σέ ἕνα τροπάριο πού ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία, ἡ ψυχή πού νιώθει ὅτι εἶναι γυμνή ἀπό τίς ἀρετές καί πτωχή ἀπό ἀγάπη, βλέποντας τήν ἀσχήμια της, λέει: «Τόν νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρα μου, καταστολισμένο, ἀλλά δέν ἔχω ἔνδυμα κατάλληλο γιά νά εἰσέλθω σ’ αὐτόν. Λάμπρυνέ μου τή στολή τῆς ψυχῆς…».

«Βλέπω, Σωτήρα μου τόν νυμφώνα τῆς δικῆς Σου βοήθειας γεμάτο εὐλογία καί καθετί καλό, ἀλλά δέν ἔχω τό ἔνδυμα τῆς ἀγάπης, γιά νά μπῶ στό φρούριο τῆς βοήθειας πού Ἐσύ παρέχεις. Γι’ αὐτό, Ἐσύ πού χαρίζεις τό φῶς, λάμπρυνέ μου τή διάνοια μέ τή στολή τῆς δικῆς Σου ἀγάπης. Καί σῶσε με, ὥστε καταστολισμένος πλέον μέ τήν ἀγάπη νά ἀξιωθῶ νά ἐπιτύχω τή σωτηρία μου».

Αὐτήν τήν ἀγάπη θέλει νά φυτεύσει πάλι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἦλθε στή γῆ καί τήν ψυχή, πού ὁ διάβολος εἶχε κατακομματιάσει, τήν μάζεψε καί τήν συνέρραψε. Ἔτσι, ἀκέραια καί τέλεια τήν ἀνύψωσε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τῆς ξαναφόρεσε τήν πρώτη στολή της καί τῆς ἔδωσε τήν ἀρχέγονη ὡραιότητά της.

«Ἀπό αὐτό θά ἀναγνωρίζουν ὅλοι ὅτι εἴσαστε μαθητές μου, ἄν, δηλαδή, ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο», λέει ὁ Κύριος. Ὁ καρπός κάθε ἀνθρώπου ἀναγνωρίζεται ἀπό τό ὅλο ἦθος καί τίς σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους του. «Ἀπό τούς καρπούς τους θά τούς ἀναγνωρίσετε». Γιατί, ὅπως, ὅταν βλέπουμε τούς καρπούς, ἀναγνωρίζουμε ποιά εἶναι τά καλά καί ποιά τά ἄρρωστα δένδρα, ἔτσι ἀκριβῶς ἀναγνωρίζουμε τίς φιλάνθρωπες καί τίς φιλόθεες ψυχές καί θεωροῦμε τούς λόγους τους ἀξιόπιστους καί ἀληθινούς, ἐπειδή αὐτοί εἶναι στηριγμένοι στήν Ἁγία Γραφή καί ἐκφέρονται ὡς καρπός τῆς δικής τους ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο.

 

*Δοκιμιογραφεί ὁ Διδάκτωρ 
το Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
 Κωνσταντῖνος Ἀπ. Καραγιάννης.
 
 
 
Γιά τή διαμόρφωση το δοκιμίου 
χρησιμοποιήθηκαν δάφια  
πό Ἰερά Εὐαγγέλια,
ποστολικές Ἐπιστολές
& Πατερικά Κείμενα.
 
Λήφθησαν ἀποσπάσματα
πό τήν ἑλληνική & διεθνή 
ἀρθρογραφία & βιβλιογραφία,
 & ἀντλήθηκαν στοιχεία & εἰκόνες
από ἔγκριτες διαδικτυακές πηγές.